Μεγαρική

Μεγαρική
Μεγαρικός
Megarian pottery
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μεγαρικῇ — Μεγαρικός Megarian pottery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαρική σχολή — Φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας. Ανήκε στις λεγόμενες μικρότερες σωκρατικές σχολές, μαζί με τις σχολές των κυνικών και των κυρηναϊκών. Άνθησε τον 4o αι. π.Χ. και ιδρυτής της ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… …   Dictionary of Greek

  • μεγαριστί — (Α) επίρρ. στη μεγαρική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μέγαρα + επιρρμ. κατάλ. ιστί] …   Dictionary of Greek

  • συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

  • Ηλειακή σχολή — Αρχαιοελληνική φιλοσοφική σχολή.Μία από τις λεγόμενες Σωκρατικές σχολές, λιγότερο όμως σημαντική –από φιλοσοφική άποψη– σε σύγκριση με την Κυνική, την Κυρηναϊκή και τη Μεγαρική σχολή (προς την οποία ωστόσο πλησιάζει, σύμφωνα με τις σπάνιες και… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”